Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Αντίο, Άνοιξη!






Η Άνοιξη μάς χαιρετά
και δίνει τη σκυτάλη
σ’ ένα ξανθόμαλλο παιδί
που ήδη ξεπροβάλλει.

Σκορπά λουλούδια πίσω της,
κόκκινες πασχαλίτσες,
αρώματα και χρώματα,
μικρές πεταλουδίτσες.

«Αντίο!» λέω δυνατά,
«Γεια σου, γλυκιά κοπέλα!
Ώρα για να ξεκουραστείς,
του χρόνου ξαναέλα.

Θα καρτερώ μ' υπομονή
τον ερχομό σου πάλι,
ξανά θα σε υποδεχτώ
με ανοιχτή αγκάλη».

ΓΙΩΤΑ ΚΟΤΣΑΥΤΗ










Τα χείλια της γιαγιάς σαλεύουν τότε (σ.σ. «όταν φοβηθεί πως το κακό το μάτι έπεσε απάνω μας») λέγοντας μια μυστηριακή προσευχή, μαγεία μυστική που χτυπά το σκοτεινό δαίμονα κι η γαλήνη του Θεού γυρίζει πάλι μέσα μας. Κανένας μας ποτές δεν μπόρεσε να πάρει λέξη απ’ αυτή την προσευχή –τίποτα. «Τι λες, γιαγιά;» τη ρώτησα την πρώτη φορά που με θύμιασε. «Σς! Σς!» έκαμε τρομαγμένη και μου σφάλιξε το στόμα με τα δάχτυλά της. «Τα παιδιά δεν πρέπει να ξέρουν τι λέει η γιαγιά σ’ αυτή την προσευχή. Κανένας δεν πρέπει ν’ ακούσει αυτή την ώρα τη γιαγιά που μιλά με το Θεό». Είναι ένα ξόρκι που έρχεται απ’ τους παλιούς χρόνους, κληρονομημένο από γενιά σε γενιά. Η γιαγιά, σαν έρθει η ώρα της να πεθάνει, θα δώσει τις τελευταίες παραγγελίες και τις ευχές της, κι ύστερα θα γυρέψει να μείνει μονάχη με τη μεγάλη κόρη της. Σ’ εκείνη, μόνη απ’ όλα τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών της, θα μεταδώσει το μυστικό ξόρκι -τα σκοτεινά λόγια του- καθώς κι εκείνη έτσι το πήρε απ’ τη μητέρα της. Αργότερα, η δική μου μητέρα, σαν έρθει η ώρα της, θα το μεταδώσει με τον ίδιο τρόπο στο μεγαλύτερο παιδί της, το θεματοφύλακα της οικογένειας. Έτσι τούτη η μυστική φωνή γίνεται ο πιο αδιόρατος και ο πιο βέβαιος δεσμός ανάμεσα στις γενιές των προγόνων μου κι εκείνων που θα ‘ρθουν, ένας ήχος που θα μένει όταν η μνήμη των ανθρώπων θα ‘χει χαθεί.

ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ, Αιολική Γη (απόσπασμα)