Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ!!!








(ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)


ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ-(Κάρολος Ντίκενς)



«Α! Ήταν ένας άπληστος… σωστός γδάρτης αυτός ο Σκρουτζ! Και σπαγγοραμμένος και τσιγκούναρος και πλεονέκτης και φιλοχρήματος ως εκεί που δεν έπαιρνε άλλο! Σκληρός και κοφτερός σαν την πέτρα στο τσακμάκι του, που καμιά της σπίθα δεν είχε σκορπίσει γύρω φως ή ζεστασιά. Μονόχνοτος, ούτε παρέες ήθελε ούτε κουβέντες· αμίλητος, κλειστός σαν στρείδι. Η παγωνιά της καρδιάς του έκανε το γέρικο πρόσωπό του να φαντάζει πιο γέρικο, τα μάγουλά του πιο ζαρωμένα, τη μύτη του πιο σουβλερή, την περπατησιά του πιο αλύγιστη, τα μάτια του πιο κόκκινα, τα στενά του χείλια πιο μελανά. Λες κι η σκοτεινιά κι ο πάγος του χειμώνα σκέπαζαν βαριά το κεφάλι του, τα φρύδια του, ακόμα και το μυτερό πηγούνι του. Όπου κι αν πήγαινε, το κρύο αυτό της ψυχής του το κουβαλούσε μαζί του…»

Πρόκειται, λοιπόν, για έναν όχι νέο άντρα, ούτε καν μεσήλικα, αλλά ηλικιωμένο, παθιασμένο με την ύλη. Τόσο τσιγκούνη, που τη μέρα της κηδείας του συνεταίρου και μοναδικού φίλου του Μάρλει, δεν διστάζει να «παζαρέψει αμείλικτα την πληρωμή του νεκροθάφτη». 

Ένας άνθρωπος που δεν νιώθει αγάπη για κανέναν, φόβος και τρόμος των υπόλοιπων συνανθρώπων του:

 «Κανείς ποτέ δεν τολμούσε να τον σταματήσει στο δρόμο και να του πει με χαμόγελο: Αγαπητέ μου Σκρουτζ, πώς είστε; Πότε θα περάσετε από το σπίτι να σας δούμε; Οι ζητιάνοι δεν του γύρευαν δεκάρες, τα παιδιά δεν τον ρωτούσαν την ώρα, και στη ζωή του όλη ούτε άντρας ούτε γυναίκα τον είχαν παρακαλέσει να τους δείξει το δρόμο. Ακόμα και τα σκυλιά των τυφλών τον ήξεραν. Κι όταν τον έβλεπαν να ‘ρχεται, τραβούσαν τ’ αφεντικά τους να παραμερίσουν στο άνοιγμα κάποιας πόρτας, στη γωνιά κανενός στενοσόκακου. Και κουνούσαν την ουρά τους, σαν να ήθελαν να πουν: Καλύτερα αόμματος, αφέντη μου, παρά ανοιχτομάτης και γρουσούζης να ματιάζεις τον κόσμο».

Πρώτη και τελευταία του έγνοια: τα χρήματα. Ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο λειτουργεί εις βάρος των βασικών του αναγκών. Ακόμα και στο πιο τσουχτερό κρύο χωρίς δυνατή φωτιά και τίποτα παραπάνω από ένα συνηθισμένο θλιβερό γεύμα κάθε μέρα την ίδια ώρα, στην ίδια θλιβερή ταβέρνα. 

Χωρίς ίχνος συναισθηματισμού και πάντα αρνητικός, δεν δέχεται καν ευχές για τα Χριστούγεννα. Τα θεωρεί περιττά και, μάλιστα, τα στέλνει «στον αγύριστο». Η σκληρότητά του φτάνει συχνά στα άκρα. «Αν περνούσε από το χέρι μου, θα ‘πιανα όλους τους σαχλούς, που τριγυρίζουν και εύχονται στον κοσμάκη Καλά Χριστούγεννα και θα τους έβραζα μέσα στην ίδια την πουτίγκα τους! Μάλιστα! Θα τους έθαβα με ένα παλούκι μπηγμένο στα στήθια τους».

Τόσο φιλάργυρος και με καρδιά σαν πέτρα, που δεν διστάζει να πει σ’ αυτούς που με αγάπη και ανιδιοτέλεια συγκεντρώνουν χρήματα για όσους τα έχουν ανάγκη: «Αν προτιμούν να πεθάνουν (σ.σ. αυτοί που αρνούνται να πάνε στα ιδρύματα) ας το κάνουν με την ευχή μου. Να λιγοστέψουμε λιγάκι οι υπόλοιποι».

Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να τον ταρακουνήσει. Ούτε η γιορτινή ατμόσφαιρα, ούτε η χαρούμενη διάθεση του κόσμου γύρω του, ούτε καν το φάντασμα του Μάρλει. Αρχικά τουλάχιστον. Οι αισθήσεις του αρνούνται να λειτουργήσουν ακόμα κι όταν συνομιλεί μαζί του. Μάλιστα, αρνούμενος να εγκαταλείψει την ψυχρή λογική του ακόμα και σε αυτήν την περίσταση, επιχειρεί να φερθεί με πονηριά και δόλο: 

«-Μπορείς να καθίσεις;… ρώτησε ο Σκρουτζ κοιτάζοντας με ύφος όλο αμφιβολία το φάντασμα.

-Μπορώ.

-Τότε κάτσε!

Ο Σκρουτζ την είχε κάνει αυτή την ερώτηση, γιατί φανταζότανε πως ένα τόσο διάφανο φάντασμα δε θα είχε τη δύναμη και τον τρόπο να πιάσει μια καρέκλα και να καθίσει πάνω της. Με το πίσω μέρος του μυαλού του, μάλιστα, σκεφτόταν ότι ξεσκεπάζοντας την αδυναμία του αυτή θα το ‘φερνε σε δύσκολη θέση και θα το ανάγκαζε να εξηγηθεί».

Σταδιακά όμως, η λογική του παραλύει, η αδιαφορία και η απάθειά του γίνονται έκπληξη και φόβος, τρόμος και πανικός –απόγνωση. Τα τρία Πνεύματα, και μαζί τους κι ο αναγνώστης, βλέπουν να συντελείται μία βαθμιαία αλλαγή στον ηλικιωμένο άντρα. Να χαίρεται, να διασκεδάζει, να ενθουσιάζεται, να συγκινείται, να λυπάται, να πονάει, να υποφέρει, να φοβάται, να τρομάζει, να αγωνιά, να μετανιώνει…

Κι έτσι, στο τέλος του βιβλίου, συναντάμε τον Σκρουτζ εντελώς διαφορετικό! «Ντύθηκε με τα καλύτερά του ρούχα, στολίστηκε και βγήκε επιτέλους στο δρόμο. Περπατώντας με τα χέρια του δεμένα πίσω, στη ράχη, ο Σκρουτζ τους κοίταζε όλους χαμογελαστός. Κι έμοιαζε τόσο ευχάριστος, τόσο ακαταμάχητα συμπαθητικός, που δυο τρεις πρόσχαροι διαβάτες τον χαιρέτησαν κι ας μην το ήξεραν».
Όλες οι υποσχέσεις που έδωσε στον εαυτό του και στα Πνεύματα τηρήθηκαν και με το παραπάνω και ξεκίνησε για εκείνον μία καινούρια ζωή!

«Έγινε ο πιο καλός φίλος, το πιο καλό αφεντικό, ο πιο καλός άνθρωπος που γνώρισε ποτέ η παλιά καλή πόλη του Λονδίνου κι όποια άλλη καλή πόλη, κωμόπολη ή χωριό στον παλιό καλό κόσμο μας. Κάποιοι γελούσαν βλέποντας το πόσο είχε αλλάξει. Μα εκείνος τους άφηνε να γελούν και δε νοιαζότανε καθόλου. Γιατί ήταν πια αρκετά σοφός κι ήξερε πως τίποτα καλό δε γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς να βρεθούνε κάποιοι να το περιγελάσουν. Ήξερε πως οι άνθρωποι αυτοί ήταν έτσι κι αλλιώς τυφλοί. Τι να τον πειράζει, λοιπόν, που γελούσαν εις βάρος του; Η καρδιά του ήταν χαρούμενη κι ευτυχισμένη. Κι αυτό του έφτανε…».
(ΓΙΩΤΑ ΚΟΥΤΣΑΥΤΗ)ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΙΑ ΕΙΚΟΝΑ